- φωταγωγώ
- (ε) μετ.1) иллюминировать; 2) озарять, освещать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φωταγωγώ — φωταγωγῶ, έω, ΝΜΑ [φωταγωγός] φωτίζω με άπλετο φως, καταυγάζω μσν. αρχ. εκκλ. μτφ. παρέχω ψυχικό και πνευματικό φωτισμό («σταυρὸς ἀναλάμψας ἐφωταγώγησε», Αθανάσ.) αρχ. (για αστέρα) οδηγώ κάποιον με εκπομπή φωτός … Dictionary of Greek
φωταγωγώ — φωταγωγώ, φωταγώγησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φωταγωγώ — φωταγώγησα, φωταγωγήθηκα, φωταγωγημένος, μτβ., φωτίζω με πολλά φώτα, καταφωτίζω, καταυγάζω: Το βράδυ φωταγωγήθηκε το κάστρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωταγωγῷ — φωταγωγός magical process of drawing down supernatural illumination masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωταγώγηση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φωταγωγώ, φωτισμός με πολλά φώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωταγωγώ. Η λ., στον λόγιο τ. φωταγώγησις, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολη … Dictionary of Greek
φωταγωγητός — όν, Μ [φωταγωγῶ] γεμάτος φως, ολόφωτος … Dictionary of Greek